- ιεραποστολικός, -ή
- -ό επίρρ. -ά αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του ιεραπόστολου ή που αναφέρεται στην ιεραποστολή: Ανέλαβε το έργο με ιεραποστολικό ζήλο. – Τον περασμένο αιώνα ιδρύθηκαν ιεραποστολικές εταιρείες. – Ιεραποστολική δράση της Eκκλησίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.